-
1 Ὅμηρος
Ὅμηρος (-ος, -ου, -ον.) the poet.1τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων (sc. Αἴαντα) I. 4.37 Ὁμήρου [ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel) Πα. 7B. 11. test., [Plut.], vit. Hom., p. 25. 4 Wil., Ὅμηρον τοίνυν Πίνδαρος μὲν ἔφη Χῖον τε καὶ Σμυρναῖον γενέσθαι fr. 264. Aelian., V. H., 9. 15, λέγεται δὲ (sc. ὑπὸ τῶν Ἀργείων) ὅτι ἄρα ἀπορῶν (sc. ὁ Ὅμηρος) ἐκδοῦναι τὴν θυγατέρα, ἔδωκεν αὐτῇ προῖκα ἔχειν τὰ ἔπη τὰ Κύπρια. καὶ ὁμολογεῖ τοῦτο ὁ Πίνδαρος fr. 265. v. fr. 347.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский